- νήλιπος
- νήλιπος, -ον (Α)νηλίπους*.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νη-* και β' συνθετικό τη λ. ἦλιψ* «είδος δωρικού παπουτσιού» (βλ. και λ. νηλίπους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήλιπος — unshod masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπος — νηλίπους unshod masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίποις — νήλιπος unshod masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπους — νήλιπος unshod masc/fem acc pl νηλίπους unshod masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήλιποι — νήλιπος unshod masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλίπους — νηλίπους, ὁ και ἡ (Α) ξυπόλυτος, ανυπόδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο *νηλιπόπους (< νήλιπος* + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < *αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος* με επίδραση τής λ. πούς] … Dictionary of Greek
ήλιψ — ἦλιψ, ὁ (Α) δωρικό υπόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»] … Dictionary of Greek
ανήλιπος — ἀνήλιπος, ον (Α) ανυπόδητος, ξυπόλητος βλ. νήλιπος … Dictionary of Greek
νηλίπεζος — νηλίπεζος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *νηλιπόπεζος < νήλιπος* + πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα) βλ. και λ. νηλίπους] … Dictionary of Greek
νηλιποκαιβλεπέλαιοι — νηλιποκαιβλεπέλαιοι, οί (Α) (ως σκωπτ. χαρακτηρισμός τών φιλοσόφων) αυτοί που είναι ξυπόλυτοι και, αντί να χρησιμοποιούν το λάδι για να καθαρίζονται, περιορίζονται απλώς στο να τό βλέπουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη φτειαχτή < νήλιπος «ξυπόλυτος» + καί +… … Dictionary of Greek